στεργάνος

στεργάνος
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κοπρών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. τού ρ. στέργω (αντίφραση). Η σύνδεση, τέλος, τού τ. με τη λ. τάργανον* «ξίδι», είναι αμφίβολη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στεργάνος — sterquilinium masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάργανον — (I) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα ανον (πρβλ. ξό ανον). Η σύνδεση τής λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από …   Dictionary of Greek

  • (s)ter-8 —     (s)ter 8     English meaning: dirty water, mud, smear     Deutsche Übersetzung: in Worten for “unreine Flũssigkeit, Mist; besudeln; verwesen”     Material: Av. star ‘sich blemish, sũndigen”; Arm. t”arax, ic̣, oc̣ “pus, humeur” (*tero ;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”