- στεργάνος
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «κοπρών».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. τού ρ. στέργω (αντίφραση). Η σύνδεση, τέλος, τού τ. με τη λ. τάργανον* «ξίδι», είναι αμφίβολη].
Dictionary of Greek. 2013.